- αντίπαλος
- -η, -ο (AM ἀντίπαλος, -ον) [αντι - + παλος < πάλη]1. αυτός που παλεύει, αγωνίζεται εναντίον κάποιου2. εκείνος που συναγωνίζεται, αμιλλάται με κάποιον3. ως ουσ. α) ο ανταγωνιστής6) ο εχθρόςαρχ.1. ο ισόπαλος, ο σχεδόν ίσος στη δύναμη2. ο εξίσου μεγάλος3. ο ανάλογος, ο αντίστοιχος4. ο αμοιβαίος5. ο αντίθετος6. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀντίπαλονα) η αντίθετη παράταξη, οι αντίπαλοι6) φρ. «τὸ ἀντίπαλον τῆς ναυμαχίας» — η αβεβαιότητα, η ασάφεια για το αποτέλεσμαγ) «τὸ ἀντίπαλον δέος» — ο φόβος που προκαλείται από την ισορροπία δυνάμεων των αντιπάλων (Θουκ.).
Dictionary of Greek. 2013.